εισπέτομαι

εισπέτομαι
εἰσπέτομαι (Α)
πετώ προς ή μέσα (α. «ὥς τε πέλεια, ἥ ῥὰ θ' ὑπ' ἴρηκος κοίλην εἰσέπτατο πέτρην» — σαν περιστέρα που πέταξε μέσα στην κουφάλα τής πέτρας κυνηγημένη από γεράκι
β. «φήμη τε ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον» — φήμη πετούσε, διαδιδόταν μέσα στο στρατόπεδο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εἰσπετόμενον — εἰσπέτομαι fly into pres part mp masc acc sg εἰσπέτομαι fly into pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσεπέτοντο — εἰσπέτομαι fly into imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσπετομένη — εἰσπέτομαι fly into pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσπετομένους — εἰσπέτομαι fly into pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσπετόμενα — εἰσπέτομαι fly into pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσπετόμεναι — εἰσπέτομαι fly into pres part mp fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσπετόμενοι — εἰσπέτομαι fly into pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσπετόμενος — εἰσπέτομαι fly into pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσπτᾶσα — εἰσπέτομαι fly into aor part act fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσπτήσεται — εἰσπέτομαι fly into fut ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”